εὔινος

εὔινος
εὔῑνος, ον, ([etym.] ἴς)
A with stout fibres,

ξύλον Thphr.HP3.10.1

, Ign.72.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εύινος — εὔινος, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρές ίνες («ξύλον εὔχρουν, ἰσχυρόν, εὔινον», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ις, ινός «ίνα»] …   Dictionary of Greek

  • εὔινον — εὔινος with stout fibres masc/fem acc sg εὔινος with stout fibres neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”